κυψελίδα

κυψελίδα
κυψελίς
wax in the ears
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

  • Κυψελίδας — Κυψελίδᾱς , Κυψελίδαι descendants of Cypselus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσμα — το (AM βύσμα) [βύω] νεοελλ. 1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα 2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • κυψελίς — κυψελίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κυψελίδα …   Dictionary of Greek

  • κυψελίτης — ο (Α κυψελίτης) [κυψελίς] φρ. «κυψελίτης ρύπος» η κυψελίδα τού αφτιού …   Dictionary of Greek

  • κυψελιδοποιός — ό φρ. ανατ. «κυψελιδοποιοί αδένες» αδένες τού έξω ακουστικού πόρου που παράγουν την κυψελίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυψελίς, ίδος + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κυψελόβυστος — κυψελόβυστος, ον (Α) αυτός που έχει τα αφτιά του βουλωμένα με κυψελίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυψέλη + βυστος (< βυνῶ «βουλλώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”